- οπλοπάροχος
- ὁπλοπάροχος, ὁ (Α)αυτός που δίνει, που παρέχει όπλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -πάροχος (< παρέχω), πρβλ. ιμαντο-πάροχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ARMIGER — servus ex Virgilio aliisque satis notus: Formâ tum vertitur oris Antiquum in Butem, hic Dardanio Anchisae Armiger ante fuit. Aen. l. 9. v. 648. isque pretiosus, si Plinio credimus, de lusciniis loquenti, l. 10. c. 29. Ergo ser vorum illis pretia… … Hofmann J. Lexicon universale
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek